Ω κόσμε, δες αυτή την πόλη! Πιο απονήρευτη απ’ την Γκερνίκα, πιο γενναία απ’ τη Φαλούτζα, πιο σοφή απ’ την Αλεξάνδρεια, πιο ισοπεδωμένη απ’ τη Δρέσδη· πόλη ορφανή από μάνα και πατέρα, από ανατολή και δύση, πόλη χωρίς φούρνο, χωρίς μελάνι, χωρίς ρούχο λευκό· εδώ το ρύζι πωλείται με το γραμμάριο, εδώ οι μανάδες ταΐζουν τα μωρά τους αλατόνερο, εδώ η ζωή έχει χάσει τη μυϊκή της δύναμη. Ω κόσμε, δες αυτή την πόλη! Κλαίει, υποφέρει, μάχεται, μοναχή απέναντι στον κόσμο αριστερά της και μοναχή απέναντι στον κόσμο δεξιά της· μια μέρα άναψε την μπαρούτη της, καθάρισε τον λάρυγγά της, όπλισε τα παιδιά της με τον αραβικό της πόνο και τα έστειλε στη μάχη· δεν είχαν πιάσει ποτέ στα χέρια τους τουφέκι. Πόλη που λιμοκτονεί κάτω απ’ το βλέμμα του ήλιου, λευκό φώσφορο ξεχειλίζει το στόμα του· οι άντρες, οι άντρες στην πλατεία προσπαθούν να τον βγάλουν απ’ την τροχιά του με τα γυμνά τους χέρια: η βία τούς έκανε αδέλφια. Φωνάζουν: «Θάνατος σε όσους επιμένουν στο φως!» «Ευλογημένη η μαύρη πέτρα!» «Ευλογημένη η μέρα που η γη θα σχιστεί στα δύο!» Πίστεψαν στα καθαρά τους χέρια, στο δίκιο τους, πίστεψαν σε μια άνοιξη βλάσφημη και συμπονετική, σ’ έναν πόλεμο δίχως στρατηγούς. Ω παιδιά της αραβικής νύχτας, μαντατοφόροι του δυναμίτη, ζητήσατε αντιαρματικά και σας στείλαν διεθνείς παρατηρητές, κηρύξατε τον πόλεμο στη βασιλεία αυτού του κόσμου και σας πρότειναν ένα ειρηνευτικό σχέδιο έξι σημείων· οι σφαίρες που σας πούλησαν ήταν αποστειρωμένες, για να ’ναι άσηπτος ο θάνατος που σκορπίζετε. Αυτές τις μέρες ο ήλιος καίει τις φλέβες σας, στερεύει τα ποτάμια σας, στεγνώνει τη μνήμη σας· αυτές τις μέρες μαθαίνετε να τρώτε ό,τι κινείται, σε μια πόλη που ακόμα και τα φίδια λιμοκτονούν. Πιστή σε μια σελήνη μειλίχια, στωική, πιστή στην κυκλική πορεία των πλανητών, όσο αποκηρύσσει τον ήλιο αυτή η πόλη θα είναι κοκαλιάρα και ραχιτική, τα γόνατά της εύθραυστα, οι κόμποι της ξεφτισμένοι. Κοιτάξτε την πώς οπισθοχωρεί γειτονιά τη γειτονιά κουβαλώντας την πολεοδομία της στο κεφάλι –πώς λαθεύει ο νους τέτοιες ώρες– το πεπτικό της σύστημα στο ’να χέρι, στην ηβική χώρα τις ψείρες της, και μέσα, βαθιά μέσα της, το ταξικό της μίσος σε πληθυντικό αριθμό, πάντοτε εμπράγματο, πάντοτε σαρκοβόρο, και ακόμα πιο βαθιά, βαθιά πολύ, μια λαβωματιά που δεν πήζει, ένα τελευταίο βόλι, μια πέτρα για να ξαποστάσει. Δε φωτοσυνθέτει αυτή η πόλη, δεν ανθίζει, πώς θα ταΐσει τα παιδιά της; Δε ρίχνουν σκιά τα ντουβάρια της, πού θα θάψει τους νεκρούς της; Την πονάει το αίμα της, δεν το αρνείται, δίνει πλάτος στον θάνατο, δεν το αρνείται, προσμένει στρατιωτική βοήθεια, δεν το αρνείται· κουτσαίνει στις βόρειες συνοικίες της, ορθώνει το ανάστημά της στις νότιες, περήφανη και κτηνώδης, αυτή η πόλη στέλνει τα παιδιά της να πολεμήσουν τα βομβαρδιστικά με τις γροθιές τους, να βάλουν φωτιά στον ήλιο μ’ ένα κουτί σπίρτα. Γιατί στη Χομς σκοτώνουν, σκοτώνουν, τα ενενήντα εννέα ονόματα του Αλλάχ, την αραβική γραμματική και την ιντάφα, τις διδαχές του Ιμπν Ρουσντ. Τουφεκίζουν τους λαγουμιτζήδες και τους δυναμιτιστές, όσους κοιμήθηκαν απ’ τη λάθος μεριά του τοίχου. Βομβαρδίζουν τα σχολεία για να ισοπεδώσουν την άλγεβρα, να κάψουν το πρώτο μολύβι· βομβαρδίζουν τα νοσοκομεία για ν’ αφανίσουν τη λεφτεριά τη στιγμή που γεννιέται απ’ τη ρώγα, για να μην ακούν τα βράδια τις κραυγές όσων έσπασε ο πόλεμός τους· βομβαρδίζουν με φώσφορο και χλώριο, επιταχύνουν την ωρίμανση του πόνου, την οξείδωση της πληγής· βομβαρδίζουν τις φτωχογειτονιές, γιατί εκεί γεννιέται το ατσάλι και η φωτιά, το ξύλο και η κηρήθρα, εκεί ακονίζεται η τσακμακόπετρα· βομβαρδίζουν τα κοιμητήρια για να βεβαιωθούν ότι οι νεκροί δε θα επιστρέψουν. Βομβαρδίζουν την αφή της πόλης, το μέτωπο και τα ζυγωματικά της· κομματιάζουν τους γευστικούς της κάλυκες, την περισκοπική της όραση. Χομς, πόλη που ’χασες το πρόσωπό σου σ’ έναν πόλεμο δι’ αντιπροσώπων. Διακοπή των συνομιλιών στη Γενεύη.