Το φως που μας καίει

το φως που βγαίνει απ’ το στόμα του πρωθυπουργού όταν λέει ότι αργά αλλά σταθερά αποκαθίσταται ο νόμος και η τάξη/ το φως που βγαίνει απ’ το στόμα του εκπροσώπου της αστυνομίας όταν αποκαλεί «σκουπίδια» τους καταληψίες και «σκόνη» τους πρόσφυγες/ το φως που βγαίνει απ’ το στόμα του βουλευτή όταν λέει ότι οι πρόσφυγες θα πρέπει να μεταφερθούν σε ξερονήσια/ το φως που ζεσταίνει το σβέρκο των πνιγμένων στο αιγαίο/ το φως που ακτινοβολούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης/ τα κλομπ των ανθρωποφυλάκων, φτιαγμένα από ηλιόφως και πολυμερικό υλικό

ελλάδα, 
όταν ακούμε «φως», ανθρώπινο κρέας μας μυρίζει

το ανέσπερο φως του ελληνικού πολιτισμού που καίει εδώ και αιώνες/ το φως που καίει τις πλάτες σκλάβων, μεταναστών, αλλόθρησκων/ το αρχαίο φως του ελληνικού πολιτισμού που μεταλαμπαδεύεται στους φασίστες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης/ το φως που χαϊδεύει τα πρόσωπα των αρίστων που σηκώνουν τη σημαία/ το φως που ακτινοβολούν τ’ αγάλματα των εθνικών ηρώων, βιαστών, δολοφόνων/ το φως που πυρπολεί βιβλιοθήκες, ναούς, ολόκληρους πολιτισμούς/ η ιστορία, καλουπωμένη απ’ το ηλιόφως της εθνικής συνείδησης

ελλάδα, 
το φως σου μας έπιασε απ’ το άλφα σου και μας έγδαρε μέχρι το έψιλόν σου

το φως που προστατεύει τα εθνικά συμφέροντα/ το φως που είναι αναγκαίο για τη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας/ το φως που ενισχύει τη διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησης/ το φως που φωτίζει θαλάσσια οικόπεδα, αποκλειστικές οικονομικές ζώνες, υφαλοκρηπίδες/ το φως που σκορπίζουν οι διακρατικές συμφωνίες στη μεσόγειο/ το φως που ακτινοβολεί ο ήλιος της βεργίνας στα συλλαλητήρια για τη μακεδονία/ το φως που αντανακλάται στα μαχητικά αεροσκάφη που σκίζουν τους αιθέρες/ η σιωπή των ποιητών, πλασμένη απ’ το ηλιόφως του αιγαίου

ελλάδα, 
τι φως ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε

το φως που αντανακλάται στα δόντια των αφεντικών/ το φως που αναδύεται απ’ τις άδειες τσέπες των εργατών/ το φως που χαϊδεύει τα πρόσωπα όσων περιμένουν στις ουρές του οαέδ/ το φως που ακτινοβολεί το επίδομα ανεργίας, το επίδομα θέρμανσης, το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης/ το φως που ζεσταίνει τις ανάγκες της αγοράς εργασίας/ το φως που θρέφει την επιχειρηματικότητα/ το φως που σκορπίζουν οι ελαστικές και ευέλικτες σχέσεις εργασίας/ το φως που συντηρεί τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας/ η εργασία, καμωμένη από ηλιόφως και αίμα

ελλάδα, 
το φως σου στεγνώνει τις στέρνες μας
–στις απεργίες και τις διαδηλώσεις ξεδιψάμε–
το φως σου βάζει φωτιά στα σπαρτά μας
–με σίδηρο και αμόνι χορταίνουμε–
το φως σου ξεπετσιάζει τα δάχτυλά μας
–τις γροθιές σφιχτές στις τσέπες μας κρατάμε–

ελλάδα,
το φως σου μας καίει κατά μήκος της ζωής μας
εμάς, τους σίσυφους του σκοταδιού 
εμάς, που ευχόμαστε οι νύχτες να ’ναι περισσότερες απ’ τα πρωινά
εμάς, που αγαπάμε τις σκιές με τους κάλους τους και τα κότσια τους

ελλάδα, 
εμείς δεν είμαστε δάση να θρεφόμαστε με το φως σου
δεν είμαστε λειμώνες ν’ αμβλύνουμε τις αντανακλάσεις σου˙
είμαστε βράχια που στέλνουμε πίσω το φως σου πολλαπλασιασμένο

ελλάδα, 
κάτεχε ότι εμείς που αγκαλιάζουμε το σκοτάδι μέσα μας 
μερτικό στον ήλιο σου δε θέμε